
Μπηκες γρήγορα, αποφασιστικά. Κουρασμένη, στραπατσαρισμενη. Χωρίς όρεξη, χωρίς φανερή διάθεση.
Επιτεθηκες... αμυνώμενη με δορι ενα "δεν" κι ασπιδα ένα "τιποτα".
Θυμάσαι; "δεν ψαρωνω", είχες πει εκείνο το παλιο απόγευμα, σηκώνοντας το αόρατο τείχος· λίγο αργότερα κατέρεε στην αγκαλιά μιας απεραντης τρέλας.
Κάνοντας δυο βήματα πίσω, κίνηση απαραίτητη προς αποφυγήν αντιπερισπασμού, ξεκίνησα το πλεξιμο, ξεμπλεκοντας την κουρασμένη ψυχή σου.
Στο τέλος δεν μίλησα. Δεν ήθελες και σεβάστηκα την επιθυμία σου. Έφυγες γλυκά, γρήγορα, χωρίς ασπίδα, χωρίς δορι.
Κατέβασα τα ηλεκτρονικά μου ματιά και τήρησα την υπόσχεση που μου ζητησες.
"Επεσα".