"Πολλές φορές ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω, μα πώς να γίνει
πιστευτό, περιπλανιόμουν, λοιπόν, σιωπηλός, κι αν δεν πέθαινα,
είναι για να κρατήσω αυτή την έσχατη θέση και να μην υποφέρει
ένας άλλος τελευταίος" Τ.Λ.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 24, 2011

Meantime...



Αυτή τη φορά η αίθουσα είχε γεμίσει από νωρίς. Ο κόσμος, όλοι γνωστοί και μη εξαιρεταίοι είχαν λάβει τις θέσεις τους, απρόσκλητοι ή μη δεν έχει σημασία. Ηταν εκεί. Στο κέντρο υπήρχαν δύο καρέκλες, μια για τον παρουσιαστή (δεν ήταν ο Σπύρος Παπαδόπουλος, ίσως ο Λιάγκας χωρίς τις ξανθιές) και μια για τον παίκτη, δηλαδή εμένα. Είχα ζητήσει ευγενικά να μην τους κρατήσουμε όλους όρθιους, όπως όριζαν οι κανόνες του παιχνιδιού, προτιμούσα να τους έχω γύρω μου.

Το παιχνίδι ξεκίνησε στην ώρα του και οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Κάθε μου απάντηση θα έδιωχνε αυτούς που δεν ήξεραν, όμως ζήτημα είναι να έφυγαν πέντε άτομα στις πρώτες δέκα ερωτήσεις. Προφανώς θα ήταν κάποιοι γνωστοί που βαρέθηκαν από την πολλή βαβούρα και έδωσαν εξ επίτηδες λάθος απάντηση.

Το κοινό παραλληρούσε, όλοι ήθελαν να φτάσουν μέχρι το τέλος -εμένα με ρώτησαν;

Το πρώτο μέρος τέλειωσε με τις έτοιμες ερωτήσεις από τον υπολογιστή, τις είχα χωρίσει σε εύκολες και δύσκολες και δεν έπεσε ούτε μια δύσκολη, τεχνιτή νοημοσύνη και μαλακίες σου λέει μετά. Καλά τα σταυρώνει ο κόσμος τα μηχανήματα, τα φερε ο διάβολος στη γη.

Με το ξεκίνημα του δεύτερου μέρους όμως ήμουν αποφασισμένος να δώσω ένα πρώορο τέλος σε όλη αυτή τη φαρσοκωμοδία. Είχα σταμπάρει από πριν μια ερώτηση πολύ δύσκολη, γρίφος για έμπειρους λύτες. Τυπικά δεν πίστευα ότι θα ήξερε κάποιος την απάντηση, αν και την είχα αναφέρει μέσα από τις κουβέντες μας σε αρκετούς, ο καθένας όμως ήταν στον κόσμο τους και ελάχιστοι έδιναν πραγματική σημασία.

Ο παρουσιαστής δίνει το σύνθημα και το παιχνίδι ξεκιναει. It's time for the million dollar question. Με σιγουριά 100 (μη πω 200) καρδιναλίων έριξα τη "βόμβα".

"Πείτε με μια λέξη το κενό χρονικό διάστημα που υπάρχει μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας, μεταξύ θέλω και πρέπει. Χρειαζόμαστε μια και μόνο λέξη...".

Ξαφνικά, φασαρία και πανικός κυρίευσε το κοινό, κοιταζόντουσαν μεταξύ τους καθώς κανείς δεν έδειχνε να γνωρίζει την απάντηση. Ελάχιστοι μπήκαν στην λογική να γράψουν κάτι, όμως κανένας δεν πλησιάσε. Η αίθουσα άρχισε να αδειάζει, ο κόσμος απογοητευμένος έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού ή μήπως καλύτερα της επιστροφής; Της επιστροφής στην εικονική πραγματικότητά του.


Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2011

Πέρασα




Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ' όλα. Λίγο απ' όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ' ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ' αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.

Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει.
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ' την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ' το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου 'λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ' αντίσταση σ' αυτό το ποτάμι
όταν είχε πολύ νερό, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.


Κική Δημουλά

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 18, 2011

15 minutes...



Η αίθουσα ήταν κατάμεστη, η βοή της μου έσπαγε τα τύμπανα. Μπήκαμε με τους υπόλοιπους από την μικρή πόρτα που υπήρχε στο πάνω μέρος κι αυτό που αντίκρισα ξεπερνούσε κάθε προσδοκία, στις εξέδρες καθόντουσαν εκατοντάδες άτομα. Οσο περνούσε η ώρα και κατέβαινα σιγά σιγά τα σκαλιά, οι γνωστές φυσιογνωμίες πλήθαιναν. Γνωστοί από τη σχολή, από το σχολείο, το φροντιστήριο,  κάθε καρυδιάς καρύδι. Ανθρωποι που είχα να συναντήσω πάνω από 15 χρόνια, όλοι εκεί μαζεμένοι.

Με τους περισσότερους συνυπήρξα αναγκαστικά κάτω από δύσκολες συνθήκες και να πω την αλήθεια για ελάχιστους άξιζε τον κόπο. Κάποιοι αποτέλεσαν παρένθεση για ένα ποτό ή ένα καφέ και τίποτα παραπάνω, έφυγαν όπως ήρθαν, πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Κανείς τους δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς σκέψης μου και αυτό δεν αποτελεί μομφή για κανέναν τους.

Εξάλλου, ακόμη και στα όνειρα ισχύουν τα περίφημα, "γουορχολικά", 15 λεπτά δημοσιότητας....

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 16, 2011

for a split second...




Εχετε παρακολουθήσει ποτέ έναν πολύ μεγάλο αγώνα τένις ή κάποιον στο πινγκ πονγκ, αλλά επαγγελματικού επιπέδου; Φαντάζομαι οι περισσότεροι από σας (πέντε νοματαίοι είμαστε) έχετε. Εάν παρατηρήσετε τα μάτια των θεατών, πηγαινοέρχονται με μεγάλη ταχύτητα, ειδικά στις μπαλιές της μιας ανάσας.

Σερβίς και μετά πάνω κάτω ή δεξιά-αριστερά, όπως βολεύεστε. Οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές, οι χτύποι της καρδιάς ανεβαίνουν με ρυθμό πολυβόλου και κάθε λάθος οδηγεί το κοινό σε ντελίριο, σε αυτά τα αθλήματα σπάνια το κοινό υποστηρίζει εν θερμώ κάποιον αθλητή, τις περισσότερες φορές η δίψα για θέαμα επισκιάζει τα πάντα. Είναι τέτοια η μαγεία αυτών των αθλημάτων, όπως έγραψα και πριν το λάθος μπαίνει στο ίδιο καζάνι με το καλό χτύπημα και πανηγυρίζεται εξίσου. Στο τέλος, κοινό και αθλητές γίνονται «ένα», δεν υπάρχουν χαμένοι.

Πριν από μερικά χρόνια, ο Γούντι Αλλεν (long live Woody) έστησε μια από τις πιο ατμοσφαιρικές ταινίες του, πατώντας πάνω σε αυτό. Ο λόγος φυσικά για το περίφημο “matchpoint”. Ταινία με φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς, το “matchpoint” ισορροπεί στο φιλέ ενός τερέν, σε μια χεριά της μιας ανάσας, διάρκειας δύο ωρών. Η υπόθεση, λίγο πολύ γνωστή. Ο Κρις Γουόλτον (Τζόναθαν Ρις Μέιερς), πρώην επαγγελματίας τενίστας, βγάζει το ψωμί του παραδίδοντας μαθήματα τένις στην υψηλή κοινωνία. Ενας από αυτούς τον βάζει στην υψηλή κοινωνία, ο Κρίς την πέφτει στην αδερφή του και αφήνει έγκυο την αρραβωνιάρα του, Νόλα Ράις (Σκάρλετ Γιόχανσον).

Στην ταινία υπάρχει μια τεράστια ερωτική σκηνή, τη στιγμή που ο Μέιερς με τη Γιόχανσον συναντιούνται για πρώτη φορά, στο τραπέζι του πινγκ πονγκ. Στο τέλος της σκηνής, μπαίνει στο δωμάτιο ο αρραβωνιαστικός της Ράις και διακόπτει την …μαγική συνάντηση, εάν δεν έμπαινε δεν θα υπήρχε και ταινία, μην ξεχνιόμαστε.


Η ταινία γυρίζει συνεχώς γύρω από τον άξονα της ικανότητας που έχει ο καθένας από μας στον καθορισμό της μοίρας του, πάντα με μπόλικη δόση τύχης. Το σενάριο είναι εκρηκτικό από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό και είναι σχεδόν αδύνατον να μην ταυτιστείς με κάποιον από τους πρωταγωνιστές, άλλωστε αυτό αποτελεί μεγάλο προσόν των τανινών του δαιμόνιου σκηνοθέτη-σαξοφωνίστα.

Η καθημερινότητά μας, εκεί απουσιάζει ο faux σκηνοθέτης, είναι γεμάτη από τέτοιες αναμετρήσεις.  Πόσοι από σας (είπαμε, πέντε νοματαίοι) δεν έχετε βρεθεί σε παρόμοια θέση; Η μια κουβέντα διαδέχεται την άλλη, οι χτύποι της καρδιάς ανεβαίνουν, η συναισθηματική φόρτιση βαράει κόκκινα. 

Εάν δεν φοβηθείς και πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου....
«People are afraid to face how great a part of life is dependent on luck. It's scary to think so much is out of one's control. There are moments in a match when the ball hits the top of the net, and for a split second, it can either go forward or fall back. With a little luck, it goes forward, and you win. Or maybe it doesn't, and you lose».

Ένα χρόνο πριν, ακριβώς όμως, πέρασα μια υπέροχη βραδιά πάνω σ’ένα μουσαμά χωρίς στρώμα, επειδή κόλλησε το μπαλάκι στο φιλέ «for a split second». Εν τέλει πήγε μπροστά.

Συγχωρέστε με αν σας κούρασα, εισιτήρια (αν βρείτε θέση, έχει ζήτηση η ταινία), καφέδες, βενζίνη, ποτά κερασμένα….

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 14, 2011

Καθρέφτη, καθρεφτακι μου, τι στο διάολο γίνεται;




Σκέψου αυτό. Παλαιότερα (όχι στα χρόνια της χιονάτης...), ο καθρέφτης ήταν τόσο ευτελές υλικό, που τον μοίραζαν στους ιθαγενείς με αντάλλαγμα την ελευθερία τους, τη γη τους, την αξιοπρέπειά τους. Τα χρόνια πέρασαν και τώρα που εκπολιτιστήκαμε (πανάθεμά μας), μας έμεινε η αξιοπρέπεια αμανάτι και ο καθρέφτης στράφηκε εναντίον μας.

Για να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, δεν χρειάζεται να είσαι νάρκισσος ή κομπλεξικός με την εμφάνιση, αυτά είναι φήμες που διαδίδουν αυτοί που δεν έχουν τη δύναμη να κοιτάξουν τη ζωή τους κατάματα. Μην ξεχνάς, τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής.

Γι'αυτούς υπάρχουν άλλου είδους καθρέφτες, παραμορφωτικοί, που στόμα έχουν και μιλιά (δεν) έχουν. Υπάρχουν καθρέφτες που σου επιτρέπουν να δεις πίσω από το τζάμι τους, υπάρχουν άλλοι που απλά θολώνουν την εικόνα και θαμπώνουν με την αντανάκλασή τους. Αυτοί συνήθως κολακεύουν και κανακεύουν, αποκρύπτουν την πραγματικότητα ή παρουσιάζουν μια διαφορετική, παραμορφωμένη, εκδοχή της. Παραμονεύουν παντού, από τη στιγμή που ανοίγεις τα μάτια σου μέχρι και τη στιγμή που τα κλείνεις, τις ώρες τις κανονίζουν οι βιορυθμοί σου. Μερικοί είναι τόσο …αιμοσταγείς που εισβάλλουν και στα όνειρά σου.

Ο άνθρωπος, στην καθημερινότητά του ασχολείται πολύ με τον καθρέφτη (του). Κοιτάζεται, του μιλάει, τον βγάζει για καφέ, για φαγητό, του κάνει σκέρτσα και νάζια, του αποκαλύπτεται ψυχή τε και σώματι. Τον χώνει σε τσάντες, του τραγουδάει, βρίζει, του γκρινιάζει.

Στο τέλος της ημέρας έρχεται η στιγμή της άηχης ερώτησης, «καθρέφτη, καθρεφτάκι μου».... Ερχεται η στιγμή που κοιτάζεις και δεν αναγνωρίζεις τον εαυτό σου, βλέπεις μόνο κούραση, απογοήτευση και γήρας (με αυτή τη σειρά παρακαλώ). Όχι δεν φταίς, δεν φταις εσύ. Δεν γίνεται να φταις εσύ.

Ο Ταρκόφσκι, όταν κλήθηκε να μοντάρει τον δικό του καθρέφτη είχε πει: «Η ταινία δεν στεκόταν στα πόδια της, δεν έπαιρνε μορφή, σωριαζόταν χάμω, εκεί που την παρακολουθούσες, δεν είχε ενότητα, αναγκαία εσωτερική σύνδεση, λογική».

Κι όμως, στο τέλος, η ταινία ολοκληρώθηκε. Είχε συμβεί το απλό, ο μεγάλος σκηνοθέτης είχε διαλέξει μια διαφορετική οπτική γωνία, ο κόπος του και ο μόχθος του δεν είχε πάει χαμένος. «Το υλικό ζωντάνεψε, τα μέρη του άρχισαν να λειτουργούν πάλι σαν να τα συνέδεε η κυκλοφορία του αίματος. Η ταινία είχε σταθεί στα πόδια της. Ήταν σοβαρή απόδειξη ότι το γύρισμα είχε γίνει καλά. Προφανώς τα μέρη ενώθηκαν από μια εγγενή τάση του ίδιου του υλικού. Ο χρόνος που διέτρεχε όλα τα πλάνα είχε βρει τα σκόρπια κομμάτια του και τα είχε συνταιριάσει».

Μήπως κοιτάζεσαι σε λάθος καθρέφτη....;

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 11, 2011

βότκα με κουκούτσα...




Βότκα μανταρίνι, με μπόλικα παγάκια, ελαφριά, όπως το απογευματάκι, δεν με ξεγελάς κι ας είναι μηδέν, δυο : μηδέν, μηδέν (02:00). Τί περίμενες δηλαδή όταν ξυπνάς στις δεκαπέντε και κάτι ψιλά. "Δεν σε βλέπω να κοιμάσαι σύντομα", μας πήρανε χαμπάρι αδερφέ, κρύβε λόγια. Δεν έχω να κρύψω, μου τα έκρυψαν άλλοι απόψε ή καλύτερα δε μου τα φανέρωσαν ποτέ. Εσύ να επιμένεις να κρύβεσαι πίσω από τη συνήθη σου μελαγχολία, πιες μια γουλιά ακόμη μπας και γράψεις δυο λέξεις παραπάνω.

Φτάνεις στο τέλος και το μόνο που σκέφτεσαι είναι ο απέναντι, εκείνος που δεν βγάζει λέξη πίσω από το λευκό παραβάν. Ναι, δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες, αστο για αργότερα. Γνωρίζω αλλά δεν ξέρω, απορώ αλλά δεν ρωτάω, μένω εκτός. Πάλι.

Κι αυτός τρέχει, αργά ή γρήγορα δεν ξέρεις, δεν υπάρχουν νούμερα -για τον χρόνο μιλάμε. Δεν ξέρεις τι θα ήθελες, να χτυπούσε τώρα το πουστροτηλέφωνο να τα σηκώσεις όλα και να εξαφανιστείς.

Διάλειμμα. Τραγούδι, φώτα, κάμερα, πάμε.

(Τι βρίσκει κανείς έχοντας ανοικτή την τηλεόραση στο Ιταλικό CSI?)

Τι έλεγα, για το τηλέφωνο που δε χτυπάει. "εσύ τι θα προτιμούσες;". Τι να σου πει ρε μαλάκα ο άνθρωπος, πλάκα κάνεις; εδώ δεν έχει υπάρξει μια φορά στη ζωή σου που να ήξερες τι θες, ρωτάς άλλον; βλήμα. Σκάσε. Και γράφε.

Γράψε για το χρόνο, τις απαιτήσεις που υπάρχουν και ποτέ δεν δημιούργησες, τις λέξεις που κάθε φορά βγαίνουν από τα μάτια, βρεγμένες, άηχες, τη βλακεία που σε δέρνει. Οχι τη "γενική" που άκουσες, αλλά τη συγκεκριμένη που κάθε φορά σε αναγκάζει και γράφεις ένα κάρο ασυναρτησίες.

Μη μου μιλάς για συναρτήσεις σε παρακαλώ, μα τα εκατό φιλετάκια αγριογούρουνου (που έφαγα προχθές και ήταν και γαμώ), τι διάλογος είναι αυτός πάλι; Είπες ότι θα περάσεις δύο λόγια από το κουκούτσι κι ακόμη κάθεσαι και γλύφεις με το μαχαίρι τη φλούδα. Μάλλον το μανταρίνι που έστιψες για τη βότκα είχε πολλά κουκούτσα και μπερδεύτηκες, να προτιμήσεις ένα άλλο φρούτο. Και να ελπίζεις να μην φτάσουμε να μπει το καλοκαίρι γιατί με τα πεπόνια και τα καρπούζια θα χάσεις το μπούσουλα. Εκεί να δεις φλούδα, εκεί να δεις κουκούτσα. Δεν σου αρέσουν οι γερμάδες γαμώ τη αγανάκτησή μου....

Παραλογίζεσαι αχαλίνωτα....

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 10, 2011

έ ν α π α λ ι ό π ο υ λ ί





Μέσα στο δάσος
εκεί όπου ανάμεσα απο τα πυκνά κλαργιά
φτάνει λίγο φως
απο τον βαρύ ουρανό
κοντά στο χώμα
που το σκεπάζει
παχύ στρώμα
σάπια φύλλα
σε μια κλάρα χαμηλή

κάθεται ένα
π ο υ λ ί

ένα πουλί
πολύ
περίεργο:
σα μαδημένο
σα σκεφτικό

έ ν α π α λ ι ό π ο υ λ ί

τι να σκέπεται άραγες αυτό το πουλί
το παλιό
στο σκοτάδι?

αχ! τίποτα
δε σκέπτεται απολύτως τίποτα!

απλούστατα
συνέλαβε δι΄αυτήν
ένοχον
πάθος
Νίκος Εγγονόπουλος

Σούπερτραμπ ρε...





Σούπερτραμπ. Παίζει τώρα. Με την ίδια ευκολία που έπαιζε και τότε. Είχα ξαπλώσει, κατα τι ευτυχισμένος -εντάξει υπάρχουν και χειρότερα βίτσια - στο άβολο κρεβάτι, δεν ένοιωθα και πολλά τότε, σχεδόν τίποτα.

Τριγύριζες εδώ και εκει, παραπέρα, ξανά, με μια μηχανική αμηχανία. Τώρα πόσοι άνθρωποι μπορεί να είναι ευτυχισμένοι τη στιγμή που τους ανακοινώνεται ότι μπορούν να πάνε στον άλλο κόσμο στο επόμενο πεντάλεπτο, είναι μια ερώτηση.

Απάντηση παρακαλώ;

Πολλοί, σηκώνω το χέρι μου, το σήκωσα τότε, το σηκώνω και τώρα, θα το σηκώσω ξανά αν χρειαστεί. Ύπάρχουν στιγμές που η ευτυχία μετράει πόσο γρήγορα κατάφερες να αποφύγεις τη δυστυχία και τούμπαλιν, οχι τη δική σου μωρέ, γι'αυτήν έχεις από καιρό βρει την άκρη από το νήμα στην άλλη... άκρη του δαχτύλου σου. Μην ξεχνάς το κουβάρι που λέγαμε...

Σούπερτραμπ. Ναι ρε, Σουπερτραμπ. Μη ψάχνεις για μαλάκες τέτοια ώρα, έστω κι αν υπάρχουν παντού. Οπως είπε και πριν από λίγο ο Π, "η μάνα του μαλάκα είναι πάντα γκαστρωμένη".

Ελα πάλι. Σούπερτραμπ. Μείνε εκεί. μην πλησιάσεις αν δεν θες, δεν θα σε πειράξω. Υπόσχομαι.

"I'm hopin', it's going to come true
But there's not a lot, I can do"

Σούπερτραμπ ε; μην ξεχνιέσαι ρε γμτ.





Τρίτη, Φεβρουαρίου 08, 2011

the walking distance






Περπατώντας στους δρόμους του πουθενά, ανακαλύπτεις πολλά χρήσιμα... κάτι.

Το βλέμμα ισορροπεί χωρίς δυσκολία, καθοδηγούμενο από τις σκέψεις. Χωρίς έννοιες, μόνο με σκέψεις.

Τα βήματα αφήνουν τα σημάδια τους, σε μέρη που κάποτε φανταζαν απρόσιτα, γελοία, αχαρακτηριστα.

Κι αν αυτή τη στιγμή αναρωτιέσαι ποια συνάρτηση "δένει" αυτά τα τρία επίθετα, μάλλον έχεις κάνει κάτι λάθος.

Λάθος κατεύθυνση ίσως, σε μια ηθελημένα λάθος διαδρομή...

Κι όμως. Το κοινό επικροτεί την πορεία σου, είναι ευχαριστημένο με την απόσταση, βρίσκει παρηγοριά στα χαντάκια και στις ανωμαλίες του δρόμου.

Κουβαλώντας στην τσέπη σου το βάρος της ευχαρίστησης τους, ξεμακράινεις...

Στο ίδιο αργό βάδισμα, πάντα μόνος.

Στην ίδια γαμημενη απόσταση.

"Ε, κυρ σκηνοθετα, τα παιδιά έφεραν τον γκρεμό, που να τους πω να τον αφήσουν;"

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 07, 2011

Κρυωνω...






Μπήκαμε στην εποχή των παγετωνων.

Κρυωνω.

Έγινε γρήγορα, τάχιστα, κρυωνω

Και φάνηκε ανώδυνο, μιας και τα κανάλια είχαν σιγησει.

Μα γιατί κρυωνω;

Όμως ο πάγος δεν λιωνει μόνο στη λιακάδα, αλλά και στη βροχή.

Κι αν τώρα ψυχαλίζει, σε λίγο καιρό θα ξεκινήσουν οι μεγάλες καταιγίδες και θα κρατήσουν για χρόνια.

Πολλά χρόνια.

Κρυωνω...

Σάββατο, Φεβρουαρίου 05, 2011

Προτεραιότητες




Τεσσερεις μαύροι κύκλοι σε ζευγάρια, μάχονται πάνω στην πετονιά της λεπτομέρειας.

Προσπαθούν να πείσουν και να πεισθούν ότι δεν υπάρχουν προτεραιότητες, οτι όλα γίνονται γιατί πρέπει, επειδή είναι έτσι και δεν γίνεται αλλιώς.

Την ώρα όμως που οι ρόλοι μοιάζουν να κερδίζουν τη μάχη, όλοι είναι χαμένοι. Χαμένοι μέσα στις σφαλιστές πόρτες και τα ανοικτά παράθυρα.

Χωριζουν αγκαλιασμένοι στην αντίφαση της ζωής. Κοντοστεκονται.

Όπως τότε.


Πέμπτη, Φεβρουαρίου 03, 2011

Χόμπι για λίγους (ή για λίγο)...


Ενα κουβάρι μαλλί και δύο βελόνες.

Ξεκινάς.

Φτιάχνεις το γιακά, φτιάχνεις τα μανίκια και συνεχίζεις.

Φτιάχνεις το σώμα, φτάχνεις και σχέδιο, χοντρούς κόμπους για να "κρατάει".

Στο τελείωμα, εκεί που σκέφτεσαι να βάλεις λάστιχο για να τα κλείσεις όλα μέσα, κάπου πιάνεται το μανίκι.

Και τότε αρχίζει το ξήλωμα.

Προχωράς μπροστά όμως, αυτό ξηλώνεται. Σκύβεις, σηκώνεσαι, ξηλώνεται. Πας αργά, γρήγορα, το ίδιο.

Τότε σκέφτεσαι να πλέξεις λίγο ακόμη, όχι μπάλωματα - είσαι αμετανόητος

Πλέκεις λίγο ακόμη, πιο αραιά κομπάκια γιατί θέλεις να κρατήσει παραπάνω, λίγο παραπάνω.

Το πλέξιμο.

Δυστυχώς το μαλλί τέλειωσε.

Φόρα ότι απέμεινε και βγες με τα κουρέλια έξω.

Δε σε νοιάζει, είναι κουρέλια αλλά δε σε νοιάζει.





Τετάρτη, Φεβρουαρίου 02, 2011

Σπίτι δίχως Γιάννη....



Γλένταγες στους ουρανούς
με ζάρια και χαρτιά
Και ξάφνου στα σκοτάδια μας
γκρεμίστηκες με φόρα.


Τώρα κρυώνεις και πεινάς

μ' άστο σε μας
για σένα βράζει αυτή
η άδεια κατσαρόλα



Μη δίνεις σημασία

που όλα γίναν βιαστικά
κι αν δεν πρόλαβες να πεις
δυο τρία λόγια.



Το ξες πως είναι κερδισμένος τελικά

όποιος χαμογελάει μπροστά στην καρμανιόλα.



Άπλωνες στα σύννεφα τη τσόχα και με μιας,

έναν αιώνα κέρδιζες
ποντάροντας μια ώρα.



Τώρα θυμώνεις , ξεφυσάς κι όλο ρωτάς

που σταματάει αυτή η άγρια κατηφόρα.



Μη δίνεις σημασία

που όλα γίναν βιαστικά
κι αν δεν πρόλαβες να πεις
δυο τρία λόγια.



Το ξες πως είναι κερδισμένος τελικά

όποιος χαμογελάει μπροστά στην καρμανιόλα.



Δεν πειράζει που δε σου ‘ρθε η ζαριά

τζογάρισες στο όνειρο κι είσαι έτοιμος για όλα
Το λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά…
Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΟΛΑ



Μη γκρινιάζεις που δε σου ‘ρθε η ζαριά

τζογάρισες στο όνειρο κι είσαι έτοιμος για όλα
Το λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά
Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΟΛΑ